- ἐφίππους
- ἔφιπποςon horsebackmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐφίππους — Ἔφιππος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
πεζέταιροι — Επίλεκτο σώμα πεζών του μακεδονικού στρατού, σωματοφύλακες του Φιλίππου B’ και του Μεγάλου Αλέξανδρου. Οι έφιπποι βασιλικοί σωματοφύλακες ονομάζονταν εταίροι. * * * και πεζαίτεροι, οι, ΝΜΑ οι πεζοί σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων, σε… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
Ευρυκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος τερατολόγος και εγγαστρίμυθος (5ος αι. π.Χ.). Ισχυριζόταν πως μέσα του κατοικούσε δαίμονας που προφήτευε με το στόμα του. Με αυτόν τον τρόπο εξαπατούσε τα πλήθη που τον πίστευαν και τον θαύμαζαν. Από τότε… … Dictionary of Greek
Κάλαμις — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν ίσως από τη Βοιωτία και είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες, κυρίως χαλκοπλάστης, της εποχής πριν από τον Φειδία. Η γλυπτική του καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 470 έως … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek